Ετυμολογία
νίκη < αρχαία ελληνική νίκη
[] Προφορά
ΔΦΑ : /ˈni.ci/
[] Ουσιαστικό
νίκη θηλυκό
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νικώ, η υπερίσχυση επί ενός αντιπάλου σε μάχη, εκλογές, αθλητικό αγώνα.
Εκλογές δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμα.
Αθλητικό αγώνα δεν παρακολουθήσαμε όπως θα έπρεπε.
Σε ένα αγωνιστικό χώρο που λείπανε μόνο τα σχοινιά του ρινγκ και το πάτωμα να θυμίζει καναβάτσο η ομάδα μας κέρδισε άξια τη μάχη με τον αντίπαλο και με διαφορά.
Τελικό σκορ Αργοναύτης – Λεωνίδιο: 57 – 71
Περισσότερη ανάλυση προσεχώς…